Δευ.-Παρ: 09:00 - 19:00 | Σαβ: Κλειστά

Πολεμικό Ναυτικό: Πώς μπορείτε να διεκδικήσετε τα πλεύσιμα

Τα στελέχη Πολεμικού Ναυτικού που είδαν το εισόδημά τους να συρικνώνεται λόγω της εφαρμογής του περίφημου επιδόματος Στόλου που μόνο τέτοιο δεν είναι, ρωτούν γιατί δεν λαμβάνουν τα πλέυσιμα από τις αρχές του έτους.

Μετά από ερωτήματα που τέθηκαν στο armyvoice.gr ζητήσαμε τη συμβουλή του δικηγόρου Αθηνών Δημήτρη Σπυρόπουλου*, της δικηγορικής εταιρείας «Εύνομος» ο οποίος υποστηρίζει πως κακώς κόπηκαν τα πλέυσιμα και μπορούν τα στελέχη να τα διακδικησουν,

Πιο συγκεκριμένα, στο σχετικό ερώτημά μας υποστήριξε:

Από 1.1.2023, ημερομηνία, κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ η σχετική Κοινή Υπουργική Απόφαση, για το επίδομα ιδιαιτέρων συνθηκών εργασίας, των στελεχών του ΠΝ, έχει παρατηρηθεί ότι η Υπηρεσία σταμάτησε να χορηγεί στα στελέχη, που βρίσκονται εν πλω, την αποζημίωση για εκτός έδρας υπηρεσία (19,35 ευρώ μεικτά την ημέρα).

Επιπλέον, η Υπηρεσία αυθαίρετα δεν καταβάλλει την προβλεπόμενη, από την ίδια Κοινή Υπουργική Απόφαση αποζημίωση, λόγω εκτέλεσης πλεύσιμης υπηρεσίας σε περίπτωση ασκήσεων, δοκιμαστικών και εκπαιδευτικών ταξιδίων (20 ευρώ ανά πλεύσιμη ημέρα), δίνοντας μόνο την προβλεπόμενη αποζημίωση για εκτός έδρας υπηρεσία.

Οι ανωτέρω παροχές αποτελούν ειδικές μισθολογικές παροχές των στελεχών του ΠΝ και αφορούν αυτοτελείς παροχές, για τις ειδικές συνθήκες εκπαίδευσης, οι οποίες, μάλιστα, δεν θα έπρεπε να υπόκεινται σε κρατήσεις, αλλά να καταβάλλονται ολόκληρες, διότι αντιστοιχούν στη μία περίπτωση, σε εκτός έδρας αποζημίωση και στην άλλη περίπτωση, σε αποζημίωση ασκήσεων, δοκιμαστικών και εκπαιδευτικών πλόων!

Οι πρακτικές αυτές είναι παράνομες και αυθαίρετες, διότι η Κοινή Υπουργική Απόφαση δεν κατήργησε τη διάταξη, που προέβλεπε την εκτός έδρας αποζημίωση όλων των στελεχών των ΕΔ, η οποία μέχρι και σήμερα είναι σε ισχύ.

Επιπλέον, από καμία διάταξη τής Κοινής Υπουργικής Απόφασης δεν προκύπτει ότι, όσοι λαμβάνουν την εκτός έδρας αποζημίωση, δεν μπορούν να λάβουν και την αποζημίωση λόγω πλευσίμων, καθ’ότι πρόκειται για δύο ξεχωριστές παροχές.

Οι ανωτέρω παράνομες και αυθαίρετες πρακτικές της Υπηρεσίας στερούν από τα στελέχη του ΠΝ τις νόμιμες απολαβές τους, οι οποίες σε βάθος σχεδόν ενός έτους μέχρι σήμερα, αναλογούν σε αρκετές χιλιάδες ευρώ.

Η μόνη λύση για όλα τα στελέχη του ΠΝ, τα οποία θίγονται, είναι η διεκδίκηση των συγκεκριμένων αποζημιώσεων, που δεν τούς καταβάλλονται, με αγωγή στο αρμόδια διοικητικά Δικαστήρια Αθηνών.

*Ο Δημήτριος Σπυρόπουλος είναι δικηγόρος Αθηνών και Ιδρυτικός Εταίρος της δικηγορικής εταιρείας «Εύνομος» [ Σπυρόπουλος – Μόμιτσας και συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία].

Πηγή:  armyvoice.gr

ΕΥΝΟΜΟΣ

Α. ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΕΕ. - ΧΡΟΝΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΙΣ ΕΝΟΠΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ - ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΠΙΦΥΛΑΚΗΣ - ΘΕΜΕΛΙΩΝΕΙ ΑΞΙΩΣΗ ΓΙΑ ΥΠΕΡΩΡΙΑΚΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ;

1]. Τα περιστατικά της υπόθεσης

Στο Δικαστήριο της ΕΕ οδηγήθηκε διαφορά μεταξύ Σλοβένου στρατιωτικού και της Σλοβενικής Κυβέρνησης, αναφορικά με τις αποδοχές, που έπρεπε να λάβει ο πρώτος, ενόσω βρισκόταν σε ετοιμότητα, εντός της μονάδας του, παρέχοντας την εργασία του.

Ειδικότερα, ο εν λόγω στρατιωτικός εκτελούσε «υπηρεσία επιφυλακής» το διάστημα μεταξύ Φεβρουαρίου 2014 και Ιουλίου 2015, κατά την οποία είχε υποχρέωση να βρίσκεται επί επτά συναπτές ημέρες ανά μήνα, στο στρατόπεδο. Η υπηρεσία επιφυλακής, περιελάμβανε τόσο χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία ο στρατιωτικός όφειλε να εκτελεί καθήκοντα πραγματικής φρούρησης, όσο και χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία μόνη του υποχρέωση ήταν να είναι στη διάθεση των ανωτέρων του, εντός της υπηρεσίας του. Σε περίπτωση απροειδοποίητης άφιξης της στρατιωτικής αστυνομίας, επιθεώρησης ή εφόδου, ήταν υποχρεωμένος να κάνει σχετική μνεία στην οικεία κατάσταση υπηρεσίας και να εκτελέσει τα καθήκοντα, που του ανέθεταν οι ανώτεροί του.

Το Υπουργείο Άμυνας της Σλοβενίας, εκτίμησε ότι, για καθεμία από τις ως άνω ημέρες «υπηρεσίας επιφυλακής», ως χρόνος εργασίας έπρεπε να θεωρηθούν οκτώ ώρες ανά ημέρα απασχόλησης και, επομένως, κατέβαλε στον στρατιωτικό τις κανονικές αποδοχές για την οκτάωρη απασχόληση. Για τις υπόλοιπες ώρες, καταβλήθηκε μόνο αποζημίωση ετοιμότητας, η οποία ανερχόταν στο 20 % των βασικών του αποδοχών.

Ο στρατιωτικός άσκησε αγωγή ενώπιον των Σλοβενικών Δικαστηρίων ζητώντας να του καταβληθεί αμοιβή υπερωριακής εργασίας, για τις ώρες κατά τις οποίες, ενόσω διαρκούσε η «υπηρεσία επιφυλακής», δεν ασκούσε μεν καμία πραγματική δραστηριότητα στην υπηρεσία τού εργοδότη του, αλλά ήταν υποχρεωμένος να είναι στη διάθεση τών ανωτέρων του, εντός του στρατοπέδου και μακριά από την κατοικία του και την οικογένειά του.

H αγωγή του απορρίφθηκε και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και άσκησε αναίρεση στο Ανώτατο Ακυρωτικό. Το Δικαστήριο της Σλοβενίας υπέβαλλε προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της ΕΕ, αναφορικά με την ερμηνεία του δικαίου της ΕΕ για τον χρόνο εργασίας των στρατιωτικών και αν υπαγόταν η περίπτωση του Σλοβένου στρατιωτικού, στις διατάξεις για τον χρόνο εργασίας και καταβολής μισθού για υπερωριακή απασχόληση.

2]. ΔΕΝ ΕΞΑΙΡΕΙΤΑΙ ΠΛΗΡΩΣ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ Ε.Ε.

Το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε αρχικά ότι το καθεστώς τών ενόπλων δυνάμεων υπάγεται στον στενό πυρήνα της διοίκησης των κρατών μελών και η Ευρωπαϊκή ΄Ενωση δεν υπεισέρχεται κατ’αρχήν, στον τρόπο διοίκησης και στην εν γένει υπηρεσιακή τους κατάσταση.

Πλην όμως, επεσήμανε ότι κατά τα λοιπά, δεν προκύπτει ότι οι αποφάσεις των κρατών μελών, σχετικά με την οργάνωση των ενόπλων δυνάμεων, εκφεύγουν του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, ιδίως όταν πρόκειται για κανόνες σχετικούς με την οργάνωση του χρόνου εργασίας. Το γεγονός και μόνον ότι ένα εθνικό μέτρο έχει ληφθεί για την προστασία της εθνικής ασφάλειας, δεν μπορεί να συνεπάγεται τη μη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης και να απαλλάσσει τα κράτη μέλη από τον αναγκαίο σεβασμό του δικαίου αυτού.

Επιπλέον, Το δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι, αν και ο οφειλόμενος από την Ένωση, σεβασμός των ουσιωδών λειτουργιών τού κράτους, δεν συνεπάγεται πλήρη εξαίρεση τής οργάνωσης του χρόνου εργασίας των στρατιωτικών, από το πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, γεγονός παραμένει ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ επιβάλλει η εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της Ένωσης, σχετικά με την οργάνωση του χρόνου εργασίας στους στρατιωτικούς, να μην εμποδίζει την ομαλή εκπλήρωση των ουσιωδών αυτών λειτουργιών. Επομένως, οι εν λόγω κανόνες δεν μπορούν να ερμηνεύονται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να παρακωλύουν την εκπλήρωση, εκ μέρους των ενόπλων δυνάμεων, των αποστολών τους και να θίγουν, κατά συνέπεια, τις ουσιώδεις λειτουργίες τού κράτους, οι οποίες συνίστανται στη διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας και στην προστασία της εθνικής ασφάλειας.

Στη συνέχεια, επεσήμανε ότι οι διατάξεις της οδηγίας 2003/88, που αφορούν τον χρόνο εργασίας, εξειδικεύουν το θεμελιώδες δικαίωμα σε ένα όριο μέγιστης διάρκειας εργασίας και σε ημερήσιες και εβδομαδιαίες περιόδους ανάπαυσης, το οποίο κατοχυρώνεται ρητώς στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και πρέπει, ως εκ τούτου, να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του Χάρτη. Εξ αυτού συνάγεται, ιδίως, ότι οι διατάξεις της οδηγίας 2003/88 δεν μπορούν να ερμηνεύονται στενά σε βάρος των δικαιωμάτων, τα οποία ο εργαζόμενος αντλεί από αυτήν.

Το Δικαστήριο της ΕΕ υποστήριξε ότι εναπόκειται στο εθνικό [αιτούν] δικαστήριο να κρίνει αν η δραστηριότητα επιφυλακής, την οποία ασκούσε ο στρατιωτικός, εμπίπτει σε κάποια από τις περιπτώσεις, στις οποίες αναφέρεται η απόφαση στο σκεπτικό της. Οι περιπτώσεις αυτές, σύμφωνα με τις οποίες η δραστηριότητα επιφυλακής, που ασκείται από τον στρατιωτικό αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής τής εν λόγω οδηγίας είναι οι εξής :

α]. Όταν η δραστηριότητα του στρατιωτικού ασκείται στο πλαίσιο της αρχικής εκπαίδευσής του, επιχειρησιακής άσκησης ή καθ’αυτό στρατιωτικής επιχείρησης,

β]. όταν συνιστά δραστηριότητα, που εμφανίζει τόσο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ώστε να μην προσφέρεται για την εφαρμογή συστήματος εναλλαγής προσωπικού, το οποίο να καθιστά δυνατή την τήρηση των απαιτήσεων της ως άνω οδηγίας,

γ]. όταν από το σύνολο των περιστάσεων, που ασκούν επιρροή, συνάγεται ότι η δραστηριότητα αυτή ασκείται στο πλαίσιο έκτακτων συμβάντων, των οποίων η βαρύτητα και η κλίμακα επιβάλλουν τη λήψη μέτρων αναγκαίων για την προστασία της ζωής, της υγείας καθώς και της ασφάλειας του κοινωνικού συνόλου, η δε ορθή εκτέλεση των μέτρων αυτών θα διακυβευόταν, αν έπρεπε να τηρηθούν όλοι οι κανόνες της ως άνω οδηγίας,

δ]. είτε όταν η εφαρμογή της ως άνω οδηγίας σε μια τέτοια δραστηριότητα, μέσω της επιβολής στις αρμόδιες αρχές της υποχρέωσης να καθιερώσουν σύστημα εναλλαγής ή προγραμματισμού της εργασίας, θα μπορούσε να λάβει χώρα μόνον σε βάρος της ομαλής διεξαγωγής των καθαυτό στρατιωτικών επιχειρήσεων.

Εάν η απάντηση στα παραπάνω είναι αρνητική, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η δραστηριότητα αυτή του στρατιωτικού, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τής οδηγίας 2003/88. Ως προς το ζήτημα αυτό, το Δικαστήριο της ΕΕ θεωρεί ότι το εθνικό δικαστήριο έχει την αρμοδιότητα να κρίνει ότι η επίμαχη, στην κύρια δίκη, υπηρεσία επιφυλακής, αποτελεί καθ’αυτό στρατιωτική επιχείρηση και ότι, επομένως, εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, αναφορικά με τον χρόνο εργασίας του στρατιωτικού.

3]. ΤΙ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΧΡΟΝΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΝΟΠΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΕΕ

Το Δικαστήριο της ΕΕ επεσήμανε ότι αποτελεί «χρόνο εργασίας», κατά την έννοια της οδηγίας 2003/88, το σύνολο των περιόδων εργασιακής ετοιμότητας, κατά την διάρκεια των οποίων οι περιορισμοί, που επιβάλλονται στον εργαζόμενο, είναι τέτοιας φύσεως, ώστε να επηρεάζουν αντικειμενικά και σε πολύ μεγάλο βαθμό, τη δυνατότητά του να διαχειρίζεται ελεύθερα, κατά την διάρκεια των εν λόγω περιόδων, τον χρόνο, κατά τον οποίο δεν απαιτείται να παρέχει τις επαγγελματικές του υπηρεσίες και τη δυνατότητά του να αφιερώνει τον χρόνο αυτό στα ενδιαφέροντά του.

Αντιστρόφως, όταν οι δεσμεύσεις, που επιβάλλονται στον εργαζόμενο, κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου εργασιακής ετοιμότητας, δεν είναι τόσο περιοριστικές και του παρέχουν τη δυνατότητα να διαχειρίζεται τον χρόνο του και να αφιερώνεται στα ενδιαφέροντά του, χωρίς σοβαρούς περιορισμούς, μόνον ο χρόνος, που συνδέεται με την εργασία, που όντως παρέχεται, αναλόγως τής περιπτώσεως, κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας περιόδου, είναι «χρόνος εργασίας» για τους σκοπούς εφαρμογής της οδηγίας.

Όσον αφορά περιόδους εργασιακής ετοιμότητας, που πραγματοποιούνται σε χώρους εργασίας διαφορετικούς από την κατοικία του εργαζομένου, όπως εν προκειμένω, καθοριστικός παράγων για να θεωρηθεί ότι συντρέχουν τα χαρακτηριστικά στοιχεία του «χρόνου εργασίας», κατά την έννοια της οδηγίας 2003/88, είναι κατά την εκτίμηση του Δικαστηρίου της ΕΕ, τα εξής :

1] Το γεγονός ότι ο εργαζόμενος υποχρεούται να είναι παρών σε χώρο, που έχει καθορίσει ο εργοδότης και να βρίσκεται εκεί στη διάθεση τού τελευταίου, για να μπορεί να παράσχει αμέσως τις υπηρεσίες του, σε περίπτωση ανάγκης, με την διευκρίνιση ότι, ως τόπος εργασίας, πρέπει να νοείται κάθε τόπος, στον οποίο ο εργαζόμενος καλείται να ασκήσει μια δραστηριότητα, κατ’ εντολήν του εργοδότη του, περιλαμβανομένης της περιπτώσεως, στην οποία ο τόπος αυτός δεν είναι το μέρος, όπου ασκεί συνήθως την επαγγελματική του δραστηριότητα.

2]. Εφόσον, κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας περιόδου εργασιακής ετοιμότητας, ο εργαζόμενος πρέπει να παραμένει μακριά από το οικογενειακό και κοινωνικό του περιβάλλον και έχει περιορισμένη δυνατότητα διαθέσεως του χρόνου, κατά τον οποίο δεν απαιτούνται οι επαγγελματικές του υπηρεσίες, το σύνολο τής εν λόγω περιόδου θα πρέπει να χαρακτηρίζεται ως «χρόνος εργασίας», κατά την έννοια της οδηγίας 2003/88, ανεξάρτητα από την πραγματική παροχή εργασίας εκ μέρους τού εργαζομένου, κατά τη διάρκεια της ως άνω περιόδου.

4]. ΑΜΕΙΒΟΜΕΝΗ ΚΑΙ ΜΗ ΑΜΕΙΒΟΜΕΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΗΣ ΕΤΟΙΜΟΤΗΤΑΣ – ΠΑΡΟΧΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Ως προς την αμειβόμενη και μη περίοδο εργασιακής ετοιμότητας, το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 2 της οδηγίας 2003/88 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στο να αμείβεται η περίοδος εργασιακής ετοιμότητας, κατά τη διάρκεια της οποίας ο στρατιωτικός υποχρεούται μεν να παραμένει στο στρατόπεδο, όπου υπηρετεί, αλλά δεν παρέχει πραγματική εργασία, κατά τρόπο διαφορετικό, σε σχέση με μια περίοδο εργασιακής ετοιμότητας, κατά την διάρκεια της οποίας παρέχει πραγματική εργασία.

Το Δικαστήριο εν προκειμένω, επισημαίνει δύο διακρίσεις : 1] περίοδο εργασιακής ετοιμότητας, κατά την οποία ο στρατιωτικός υποχρεούται να παραμείνει στο στρατόπεδο, αλλά δεν παρέχει πραγματική εργασία και 2] περίοδο εργασιακής ετοιμότητας, κατά την οποία ο στρατιωτικός παραμένει εντός του στρατοπέδου και παρέχει πραγματική εργασία.

Το Δικαστήριο της ΕΕ παραβιάζει, στην περίπτωση τών στελεχών τών ενόπλων δυνάμεων, καταφανώς τα διδάγματα της κοινής πείρας και τούς κανόνες τής κοινής λογικής και διατυπώνει ένα σκεπτικό, το οποίο βρίσκεται εκτός πραγματικότητας, όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης τών ενστόλων, όταν βρίσκονται εντός τού τόπου παροχής τής εργασίας τους. Η σχετική διάκριση, πέραν τού ότι ομοιάζει με «χρησμό της Πυθίας», παραβλέπει ότι ο στρατιωτικός, ο οποίος παραμένει στον τόπο παροχής τής εργασίας του, βρίσκεται σε διαρκή εργασιακή ετοιμότητα και δεν παραμένει σε αυτόν για λόγους αναψυχής.

Η ειδική σχέση, η οποία συνδέει τους ενστόλους με το κράτος, δεν τους υπαγάγει σε καθεστώς απλήρωτης απασχόλησης. Κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ένστολος, ο οποίος υπάγεται σε υπηρεσία επιφυλακής, καλείται να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε περιστατικό παρουσιαστεί, οποιαδήποτε ώρα και στιγμή, κατά την εκτέλεση τής υπηρεσίας επιφυλακής. Γι’αυτό, άλλωστε, και καλείται «υπηρεσία επιφυλακής», διότι συνεπάγεται μια διαρκή ετοιμότητα, από την πλευρά τού παρέχοντος την συγκεκριμένη υπηρεσία, ενστόλου.

Συνεπώς, πρέπει να αμείβεται κανονικά, ανεξαρτήτως τής πραγματικής ή μη πραγματικής παροχής τής εργασίας του. Εφ’όσον ο στρατιωτικός βρίσκεται στην σφαίρα εξουσίασης του εργοδότη του, δεν τίθεται ζήτημα πραγματικής εργασίας ή μη πραγματικής εργασίας. Ακόμα και αν βρίσκεται σε νυχτερινή κατάκλιση, παραμένει στην διάθεση της υπηρεσίας του και έχει υποχρέωση να επιληφθεί κάθε περιστατικού, που θα παρουσιαστεί.

Επιπλέον, κανένα από τα κριτήρια, που θέτει το Δικαστήριο της ΕΕ, δεν συντρέχει στην συγκεκριμένη περίπτωση, διότι δεν αφορά στρατιωτική άσκηση, ούτε ειδικές συνθήκες.

5]. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΡΑΦΟΝΤΟΣ

Πρόκειται για μια άτολμη, φειδωλή, και με επανειλημμένες αντιφάσεις, απόφαση τού Δικαστηρίου της ΕΕ, το οποίο διστάζει να λάβει ξεκάθαρη και σαφή θέση στο συγκεκριμένο ζήτημα. Επιπλέον, παραγνωρίζει πλήρως τον Χάρτη θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, ο οποίος ορίζει σαφώς στο άρθρο 20, ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι έναντι του νόμου.

Η παραμονή του ενστόλου στο περιβάλλον εργασίας του και συνακόλουθα, η στέρηση και ο αποκλεισμός τού ενστόλου από τον προσωπικό του χρόνο και το οικογενειακό του περιβάλλον, αλλά και τις εν γένει συνθήκες ενός μη εργαζομένου, είναι ηλίου φαεινότερον ότι αποτελεί χρόνο εργασίας και θα πρέπει να αμείβεται με κάποιο σύστημα καθορισμού επιπλέον αποδοχών, ενδεχομένως δε και ως υπερωριακή απασχόληση, μετά την συμπλήρωση του 8ώρου, άλλως υφίσταται δυσμενή μισθολογική μεταχείριση.

Το Δικαστήριο της ΕΕ αναφέρει από την μία πλευρά ότι, εφ’όσον ο εργαζόμενος παραμένει εκτός του οικογενειακού και κοινωνικού του περιβάλλοντος και βρίσκεται σε περίοδο ετοιμότητας, θα πρέπει το σύνολο του χρόνου αυτού να αναγνωρίζεται ως χρόνος εργασίας, ενώ από την άλλη, κάνει λόγο για παροχή πραγματικής και μη πραγματικής εργασίας, κατά την περίοδο εργασιακής ετοιμότητας, προκαλώντας σύγχυση για το πώς πρέπει να εφαρμόζεται η σχετική οδηγία.

Ο χρόνος παραμονής τού στρατιωτικού στον χώρο εργασίας του, υπό τις συνθήκες, που περιγράφονται στην υπόθεση, αποτελεί, στο σύνολό του, χρόνο απασχόλησης, αφού βρίσκεται ο ένστολος σε διαρκή ετοιμότητα και είναι εκτός του οικογενειακού και κοινωνικού του περιβάλλοντος.

Απαιτείται, πραγματικά, από το Δικαστήριο της ΕΕ περισσότερη τόλμη, αλλά και διασαφήνιση των εννοιών τής παροχής εργασίας τών στελεχών τών ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, έτσι ώστε να μην καταλήγουμε σε ανεπιεική αποτελέσματα και παρέχεται, εν τέλει απλήρωτη απασχόληση! Ο χρόνος ετοιμότητας στην υπηρεσία όπως περιγράφεται στην υπό εξέταση περίπτωση, αποτελεί ξεκάθαρα χρόνο εργασίας και θα πρέπει να αμείβεται, για να μην αποτελεί «χαμένο χρόνο» για τον εργαζόμενο.